οινώνας

οινώνας
ο (ΑΜ οἰνών και οἰνεών, -ῶνος)
οιναποθήκη, αποθήκη κρασιού
αρχ.
οινοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -εών / -ών (πρβλ. καλαμ-ών[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἰνῶνας — οἰνών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνώνας — Οἰνώνᾱς , Οἰνώνη fem acc pl Οἰνώνᾱς , Οἰνώνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνώνας — οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc acc pl οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινεών — Παραλιακή πόλη των Οζολών Λοκρών, δυτικά της σημερινής Ναυπάκτου. Ο Δημοσθένης την είχε χρησιμοποιήσει για ορμητήριο στην εκστρατεία του εναντίον των Βοιωτών (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ’ 95). Μετά την αποτυχία του Δημοσθένη στην Αιτωλία, την πόλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”